- σταφυλοκοκκικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο σταφυλόκκοκο ή στη σταφυλοκοκκίαση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σταφυλοκοκκικός — ή, ό, Ν [σταφυλόκοκκος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον σταφυλόκοκκο ή στην σταφυλοκοκκίαση («σταφυλοκοκκική λοίμωξη») … Dictionary of Greek